- ακταρμάς
- ή αχταρμάς, ο (λ. τουρκ. aktarma = αλλάζω την κατεύθυνση κάποιου, μεταβιβάζω)κοινός εμποροναυτικός όρος που σημαίνει μετεπιβίβαση ανθρώπων ή μεταφόρτωση εμπορευμάτων από ένα πλοίο σε άλλο. Αυτό γίνεται στις περιπτώσεις που το πρώτο πλοίο τερματίζει το ταξίδι του ή κατευθύνεται σ' ένα άλλο λιμάνι, ενώ το δεύτερο κατευθύνεται στα λιμάνια προορισμού τών μετεπιβιβαζομένων.
Dictionary of Greek. 2013.